συναγωνιώ

συναγωνιώ
συναγωνιῶ, -άω, Α [ἀγωνιῶ]
αγωνιώ μαζί με κάποιον («αὐτὸν δὲ καὶ τοὺς φίλους συναγωνιῶντας», Πλούτ.)
αρχ.
βοηθώ στον αγώνα, συναγωνίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”